- τυρεία
- ἡ, ΜΑ [τυρεύω]μσν.μτφ. πανουργίααρχ.1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.)2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί3. είδος πιεστηρίου τυριού4. προσφορά τυριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυρεία — τυρείᾱ , τυρεία cheese making fem nom/voc/acc dual τυρείᾱ , τυρεία cheese making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρείαν — τυρείᾱν , τυρεία cheese making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)